αιμορροΐδες

αιμορροΐδες
Κιρσοειδείς διευρύνσεις των αιμορροϊδικών φλεβών. Είναι συχνή πάθηση στα ενήλικα άτομα. Παλαιότερα διαιρούσαν τις α. σε εσωτερικές (που προέρχονται από το εσωτερικό αιμορροϊδικό πλέγμα και είναι σκεπασμένες με βλεννογόνο) και σε εξωτερικές (που προέρχονται από το εξωτερικό αιμορροϊδικό πλέγμα και είναι σκεπασμένες με δέρμα). Σήμερα με τον όρο α. εννοούμε τις εσωτερικές, ενώ με τον όρο εξωτερικές α. εννοούμε διάφορες καταστάσεις, όπως το περιεδρικό αιμάτωμα κλπ. Οι α. είναι τριών βαθμών: του πρώτου βαθμού βρίσκονται στο κατώτερο ορθό και στην άνω μοίρα του πρωκτικού σωλήνα. Οι α. του δεύτερου βαθμού βγαίνουν έξω από τον δακτύλιο κατά την αφόδευση και ανατάσσονται αυτόματα ή με το δάχτυλο του ασθενούς. Τέλος, οι α. του τρίτου βαθμού βρίσκονται μόνιμα σε πρόπτωση (έξω από το δακτύλιο). Α. προκαλούνται είτε από κληρονομικούς είτε από ανατομικούς παράγοντες, σε συνδυασμό με διαταραχές (π.χ. σοβαρό κώλυμα στην πυλαία κυκλοφορία). Συνηθέστερα, ως μόνη αιτία βρίσκουμε μία διαταραχή που έχει σχέση με την αφόδευση (π.χ. δυσκοιλιότητα, χωρίς λόγο παράταση της αφόδευσης κ.ά.) ή την εργασία εκείνου που υποφέρει από αυτές (π.χ. φορτοεκφορτωτές, εξαιτίας της αύξησης της ενδοκοιλιακής πίεσης). Το πιο συχνό σύμπτωμα είναι η αιμορραγία κατά τη διάρκεια της αφόδευσης. Άλλο χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι η φαγούρα του δακτυλίου. Πρέπει να τονιστεί ότι πόνος από α. δεν υπάρχει, αλλά εμφανίζεται μόνο όσες φορές επιπλακούν με θρόμβωση. Η θεραπεία τους αρχικά είναι συντηρητική (αλοιφές). Μπορεί επίσης να γίνει θεραπεία με έγχυση σκληρυντικών ουσιών ή και με χειρουργική επέμβαση. Οι αιμορροΐδες ταλαιπωρούν χιλιάδες ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αιμορροϊδικός — ή, ό [αιμορροΐδα] 1. αυτός που πάσχει από αιμορροΐδες 2. αυτός που αναφέρεται στις αιμορροΐδες ή έχει σχέση με αυτές …   Dictionary of Greek

  • ζοχάδα — η και πληθ. ζοχάδες, οι 1. αιμορροΐδα* 2. ιδιοτροπία, νευρική υπερδιέγερση, δυστροπία, στρυφνότητα τού χαρακτήρα («σήμερα είναι στις ζοχάδες του») 3. (για πρόσ.) ζοχαδιακός, οχληρός, ενοχλητικός («αυτός μού έχει γίνει ζοχάδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ …   Dictionary of Greek

  • έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …   Dictionary of Greek

  • αιματόρροος — αἱματόρροος, ον (κ. ρρους, ουν) (Α) 1. αυτός που αιμορροεί, βγάζει αίμα 2. αυτός που πάσχει από αιμορροΐδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, ατος + ροος < ῥέω] …   Dictionary of Greek

  • αιμορροΐδα — και μοροΐδα, η (Α αἱμορροΐς) συνήθως τόσο στα νέα όσο και στα αρχαία στον πληθυντικό αιμορροΐδες (ενν. φλέβες) φλέβες που διαρρηγνύονται και αιμορραγούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμόρροος (= αἱμόρρους). ΠΑΡ. αἱμορροϊδικός] …   Dictionary of Greek

  • αιμόρρους — αἱμόρρους, ουν (και ασυναίρ. αιμόρροος, ον) (AM) 1. αυτός από τον οποίο ρέει αίμα, που αιμορραγεί 2. αυτός που πάσχει από αιμορροΐδες 3. «αἱμόρροοι φλέβες» τόσο μεγάλες ώστε να αιμορραγούν ύστερα από κάθε τραυματισμό 4. (το άρσ. ως ουσ.) ὁ… …   Dictionary of Greek

  • εξοχάδες — οι (Μ ἐξοχάδες, αι) εξωτερικές αιμορροΐδες …   Dictionary of Greek

  • εσοχάδα — και ζοχάδα, η (συν. στον πληθ. εσοχάδες, οι) (AM ἐσοχάς) εσωτερικές αιμορροΐδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζοχάδα] …   Dictionary of Greek

  • ζοχαδιακός — ή, ό [ζοχάδα] 1. αυτός που υποφέρει από ζοχάδες, αιμορροΐδες, ο αιμορροϊδικός 2. ιδιότροπος, δύστροπος, νευρικός, γκρινιάρης, μίζερος …   Dictionary of Greek

  • μαγιασίλι — το 1. έκζεμα 2. δερματική νόσος τών ζώων, ιδίως τών ίππων, η μάλκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mayasil «αιμορροΐδες»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”